- φερεπτόλεμος
- φερε-πτόλεμος, ον, poet. for Φερεπόλεμος,A warlike,
γαῖα Jahresh.18
Beibl.35 ([place name] Olba); νηυσὶ φ. ships of war, prob. in Orac. ap. Paus.10.9.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαῖα Jahresh.18
Beibl.35 ([place name] Olba); νηυσὶ φ. ships of war, prob. in Orac. ap. Paus.10.9.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φερεπτόλεμος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται αίτιος πολέμου, που επιφέρει πόλεμο, πολεμικός («φερεπτόλεμοι νῆες» πολεμικά πλοία, Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πόλεμος / πτόλεμος (πρβλ. μενε πτόλεμος, φυγο… … Dictionary of Greek
φερεπτολέμοισι — φερεπτόλεμος warlike masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Terpsimbrotos — is a type of linguistic compound (inflectional verbal compounds, German verbales Rektionskompositum ), on a par with the bahuvrihi and tatpurusha types. It is derived from a finite verbal phrase, the verbal inflection still visible at the… … Wikipedia
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek